περιαγωγη

περιαγωγη
    περιαγωγή
    περι-ᾰγωγή
    ἥ
    1) (круго)вращение

(τοῦ οὐρανοῦ Arst.; τῶν ἀστέρων Plut.)

; круговое движение, круг
    

(τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαί Luc.)

    2) поворотливость, маневренность
    

(τριήρεις πρὸς τάχος καὴ περιαγωγέν ἄριστα κατεσκευασμέναι Plut.)

    3) уловка, изворотливость
    

(καμπέ καὴ π. Plut.)

    4) поглощенность, занятость
    

(π. τῶν χρειῶν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιαγωγη" в других словарях:

  • περιαγωγή — turning round fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek

  • περιαγωγῇ — περιαγωγῆι , περιαγωγεύς windlass masc dat sg (epic ionic) περιαγωγή turning round fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγωγαῖς — περιαγωγή turning round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγωγαί — περιαγωγή turning round fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγωγήν — περιαγωγή turning round fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαγωγῆι — περιαγωγεύς windlass masc dat sg (epic ionic) περιαγωγῇ , περιαγωγή turning round fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • περιαγωγός — όν, Α [περιάγω] 1. αυτός που προκαλεί περιαγωγή, δηλαδή περιφορά, περιστροφή, κυκλική στροφή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περιαγωγός διώρυγα που περιέκλειε κυκλικά περιοχή αγρών …   Dictionary of Greek

  • περιωγή — ἡ, Α βλ. περιαγωγή …   Dictionary of Greek

  • συμπεριαγωγός — ὁ, ἡ, Α [συμπεριάγω] αυτός που συντελεί στην περιαγωγή*, στην περιφορά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»